H Annie Ernaux προσπαθεί να ανακαλύψει τα διαφορετικά πρόσωπα της μητέρας της, που πέθανε εξασθενημένη από την αρρώστια που κατέστρεψε τη μνήμη της και της στέρησε τη σωματική και πνευματική της ακεραιότητα. Επιχειρεί να ανασυνθέσει τη ζωή αυτής της γυναίκας που υπήρξε η μητέρα της, μιας γυναίκας δραστήριας και ανοιχτής απέναντι στον κόσμο, που δούλεψε ως εργάτρια πριν ανοίξει το δικό της κατάστημα, που αγωνιούσε να διατηρήσει τη θέση της στην κοινωνία, που ήταν μανιώδης αναγνώστρια και πίστευε ότι “για να ανελιχθείς πρέπει πρώτα να μάθεις”. Καλείται όμως να αντιμετωπίσει και τα αντιφατικά αισθήματα που πολλές φορές νιώθει μια κόρη για τη μητέρα της: αγάπη και μίσος, ενοχή, τρυφερότητα, ενόχληση, αλλά κι αυτή τη σπλαχνική και σιωπηλή προσκόλληση απέναντι σ’ αυτή την ηλικιωμένη γυναίκα που δεν ζει πια.
Η γραφή της Ernaux, ακριβής και σαφής, επαναφέρει με τρόπο σαρωτικό αυτή τη μητέρα που ήταν για την κόρη της η προσωποποίηση του Χρόνου και της κοινωνικής συνθήκης της καταγωγής: “Έχασα τον τελευταίο δεσμό που είχα με έναν κόσμο στον οποίο δεν ανήκω πια”.
«Η Ερνό μεταπλάθει σε λέξεις και αποτυπώνει, στο συγκεκριμένο αφήγημα, όλα τα συναισθήματα που τη συνδέουν με τη μητέρα της. Μια παλέτα αντιφατικών κι αντικρουόμενων συναισθημάτων, αυξομειούμενης έντασης και πολλών αποχρώσεων. (…) Η συγγραφέας μιλάει με ειλικρίνεια για το χάσμα που μας χωρίζει από τους γονείς, ηλικιακό πάντα αλλά ενίοτε και κοινωνικό, για την αγάπη, που περιμένει και απαιτεί τα πάντα, που συχνά αμφισβητείται αλλά πάντα αποδεικνύεται παρούσα, για τον φανερό ή κρυφό ανταγωνισμό, για την απώλεια και τη μνήμη, και για το παρελθόν, με το οποίο είμαστε άρρηκτα δεμένοι και στο οποίο, εν τέλει, οφείλουμε αυτό που είμαστε». (Χριστίνα Μουκούλη, bookpress.gr, 16/06/2021)
“Ένα δυνατό και λιτό βιβλίο – με την ηρεμία και την ειλικρίνεια που ακολουθούν τη μεγάλη θλίψη”. (BOOKLIST)
“Τίποτα λιγότερο από μια μινιμαλιστική αποκάλυψη, ένα γραπτό τόσο αιχμηρό που φτάνει κατευθείαν στην καρδιά με χειρουργική ακρίβεια”. (LOS ANGELES READER)